-
1 παρα-καθ-ίημι
παρα-καθ-ίημι (s. ἵημι), nebenbei oder an der Seite herabschicken; πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρα καϑίετο, Eur. Hel. 1551; Arist. H. A. 9, 38; τὸν δακτύλιον παρακαϑῆκε, fallen lassen, Plut. ad. et am. discr. 32; τὰς χεῖρας, Nic. 9; – intrans., παρακαϑιέναι τοῖς σώμασι, nachlassen, Pol. 35, 1, 4.
-
2 παρακαθιημι
тж. med.1) спускать(πηδάλια ζεύγλαισι Eur.)
; опускать(τὰς χεῖρας Plut.)
2) ронять(τὸν δακτύλιον Plut.)
3) (sc. ἑαυτόν) опускаться(τοῖς σώμασι Polyb.)
См. также в других словарях:
ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… … Dictionary of Greek